λαβόντ'

λαβόντ'
λαβόντα , λαμβάνω
a
aor part act neut nom/voc/acc pl
λαβόντα , λαμβάνω
a
aor part act masc acc sg
λαβόντι , λαμβάνω
a
aor part act masc/neut dat sg
λαβόντε , λαμβάνω
a
aor part act masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταγιγαρτίζω — (Α) (με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι τού σταφυλιού»), πρβλ. εκ γιγαρτίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”